εμ

εμ
(αντί του ε μα)
1. για δήλωση υπομονής, αποδοχής του μοιραίου: Εμ τι να γίνει;
2. για δήλωση δυσανασχέτησης και εξάντλησης της υπομονής: Εμ φτάνει πια, δεν υποφέρεσαι!
3. (ως σύνδ. με αναδίπλωση), εμ... εμ... και έμι... έμι... και όμου... όμου... και έμου... έμου..., όχι μόνο... αλλά και..., και... και...: Εμ ψεύτης, εμ κλέφτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”